Η ενδομητρίωση είναι ένα από τα συχνότερα γυναικολογικά προβλήματα, αφορώντας ποσοστό ως και 20-25% του πληθυσμού. Πρόκειται για πάθηση κατά την οποία ιστός ενδομητρίου (του εσωτερικού δηλαδή στρώματος της μήτρας) εντοπίζεται και σε άλλα γειτονικά όργανα έξω από τη μήτρα, όπως οι ωοθήκες, οι σάλπιγγες ή και διάχυτα μέσα στην κοιλιά. Επηρεάζει γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και λόγω της φλεγμονής που προκαλεί μπορεί να εκδηλωθεί με πόνο κατά την περίοδο και την επαφή, αλλά και με υπογονιμότητα. Συγκεκριμένα, έχει υπολογιστεί ότι από ενδομητρίωση πάσχουν ως και 70% των ασθενών με πυελικό πόνο καθώς και το 30% των γυναικών με ανεξήγητη υπογονιμότητα.
Υποψία για την πάθηση δημιουργείται καταρχάς από τη συμπτωματολογία και ορισμένες φορές από τα υπερηχογραφικά ευρήματα, όμως η τελική διάγνωση τίθεται με τη λαπαροσκόπηση. Σε ό,τι αφορά τη θεραπεία στόχος είναι η μείωση των εστιών ενδομητρίωσης και της επακόλουθης φλεγμονής ώστε να ελαττωθεί ο πόνος και να βελτιωθεί η γονιμότητα. Η θεραπεία μπορεί να είναι χειρουργική (αφαίρεση των εστιών ενδομητρίωσης λαπαροσκοπικά), φαρμακευτική (ορμονική παρέμβαση για συρρίκνωση των εστιών) ή συνδυασμός και των δύο ανάλογα με την περίπτωση